- στήσει
- ἵστημιmake to standaor subj act 3rd sg (epic)ἵστημιmake to standfut ind mid 2nd sgἵστημιmake to standfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αναίδεια — Θεά στην αρχαία Αθήνα, προσωποποίηση της αναίδειας. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, οι Αθηναίοι της είχαν στήσει βωμούς, όπως και στην Ύβρι. Ο ιστορικός συγγραφέας Ίστρος αναφέρει και ναό αφιερωμένο σε αυτήν, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Επιμενίδης.… … Dictionary of Greek
κατακοπιάζω — κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ («κατακόπιασε για να στήσει την επιχείρηση») … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
ποτεκιγκλίζευ — Α φρ. «σεσηρὼς εὖ ποτεκιγκλίζευ καὶ τᾶς δρυὸς εἴχεο τήνας» με λοξό χαμόγελο, από τον πόνο, ωραία τόν είχες στήσει και τόν κούναγες σαν σουσουράδα και είχες αγκαλιάσει αυτήν εκεί τη βαλανιδιά (Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. παρατ. τού άχρηστου ρ.… … Dictionary of Greek
Αβύλη — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στον λόφο που βρίσκεται στην πόλη Σέουτα (Θέουτα) στην αφρικανική παραλία, απέναντι από το Γιβραλτάρ. O λόφος αυτός και το Γιβραλτάρ έδιναν από μακριά την εντύπωση πως είναι δύο κολόνες (στήλες). Τις στήλες… … Dictionary of Greek
Αλακάς ή Αλακασεύς, Ιωάννης — (10ος αι.). Ανώτερος αξιωματικός του βυζαντινού στρατού, την εποχή του Ιωάννη Τσιμισκή. Πήρε μέρος, με τον στρατηγό Βάρδα Σκληρό, στη μάχη της Αρκαδιούπολης εναντίον των Ρώσων που είχαν εισβάλει στη Θράκη από τη Βουλγαρία (970 μ.Χ.). Ο Α.,… … Dictionary of Greek
Αμπού Χαφς Ομάρ — (9ος αι. μ.Χ.).Άραβας, αντίπαλος των Ομεϊαδών. Το 815, όταν οι Ομεϊάδες τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει την Ισπανία, επιδόθηκε μαζί με Ανδαλουσιανούς πειρατές σε ληστρικές επιδρομές εναντίον της Αιγύπτου που κράτησαν οκτώ χρόνια. To 823,… … Dictionary of Greek
Αντιφάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγαλματοποιός (5ος αι. π.Χ.). Προερχόταν από τον δήμο Κεραμέων. Στο Ερέχθειο μνημονεύεται ως κατασκευαστής ανάγλυφου ηνίοχου με τον δίφρο του. 2. Αργείος χαλκοπλάστης (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Περίφημος … Dictionary of Greek